- Γράφει ο Ιωάννης Μιχαλέτος
Η Ελληνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) είχε λάβει ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 πληροφορίες ότι τα εξτρεμιστικά Ισλαμιστικά στοιχεία που μετέπειτα απασχόλησαν τη διεθνή κοινή γνώμη ως φορείς πολύνεκρων τρομοκρατικών επιθέσεων, είχαν είτε περάσει είτε εγκατασταθεί για ένα διάστημα στη χώρα.
Λόγω και της προετοιμασίας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, συστηματική παρακολούθηση πυρήνων εξτρεμιστών, κυρίως στην Αθήνα έλαβε χώρα με τουλάχιστον 2.000 υπόπτους ενώ άλλα 50.000 άτομα τέθηκαν σε βάσεις αρχείου λόγω διασυνδέσεων η ενδείξεων για τυχόν μελλοντική δράση. Εκείνη την περίοδο Έλληνες αξιωματούχοι και στελέχη της Ε.Λ.Α.Σ, εκπαιδεύτηκαν σε θέματα ασσύμετρων απειλών και της σύγχρονης τρομοκρατικής δράσης στις ΗΠΑ, Βρετανία, Ισραήλ, Γαλλία και άλλες χώρες ενώ τέθηκε σε εφαρμογή ένα συνεχές σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών που εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε απολύτως επιτυχές.
Μετά το 2004 και σε συνδυασμό με την ραγδαία αύξηση της λαθρομετανάστευσης από τις Μουσουλμανικές χώρες, οι Ελληνικές Αρχές ατόνησαν, με συνέπεια να δημιουργηθεί μια σχεδόν ανεξέλεγκτη κατάσταση και να αναζωπυρωθούν οι εξτρεμιστικοί πυρήνες στην Αθήνα, όπου σύμφωνα με ασφάλεις πληροφορίες δρουν ομάδες της Χαμάς, Χεζμπολλάχ, Ιρακινών, της Αλ Σαχάμπ της Σομαλίας και η Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Δυστυχώς η Ελληνική Πολιτεία αφιέρωσε λίγους πόρους και στελεχιακό δυναμικό για την παρακολούθηση και αντιμετώπιση της κατάστασης που συνδέεται τόσο με την εθνική όσο και με τη διεθνή ασφάλεια.
Παρόλα αυτά, οι κρατικές αρχές διατηρούν δίκτυα πληροφοριοδοτών στους κύκλους των ακραίων Ισλαμικών στοιχείων ενώ κατά καιρούς υπάρχει αξιόπιστη ροή πληροφοριών τόσο με τους Νατοϊκούς εταίρους όσο και με τα γειτονικά Βαλκανικά κράτη. Η κατάσταση πάντως σε γενικές γραμμές δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαρκής καθότι η διαρκής και ανεξέλεγκτη είσοδος ατόμων στην Ελλάδα από Ισλαμικές χώρες καθιστά την αντιμετώπιση του προβλήματος δυσχερέστατη. Οι Ιρανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμάται λόγου χάρη ότι διατηρούν κλιμάκια συλλογής πληροφοριών όπως και αντικατασκοπείας για τις επιχειρήσεις και οργανισμούς που συντηρούν σε Ελληνικό έδαφος. Η ύπαρξη ενός ικανού αριθμού αντί-καθεστωτικών Ιρανών όπως και της κρατικής τράπεζας εξαγωγών του Ιράν στο κέντρο της Αθήνας (Τράπεζα Σαντεράτ), συνομολογούν σε αυτό το συμπέρασμα. Πιο συγκεκριμένα η Σαντεράτ είναι στη μαύρη λίστα των Αμερικανικών αρχών για ξέπλυμα χρήματος προς τη Χεζμπολλάχ, ενώ ταυτόχρονα αρμόδια επιτροπή του Αμερικανικού Κογκρέσου ήδη από το 2007 έχει συντάξει συλλογικό τόμο για θέματα ασφαλείας όπου καταγράφεται ότι δρα καλά οργανωμένη ομάδα της Χεζμπολλάχ στην Αθήνα που ασχολείτε με λαθρεμπόριο καπνού και ξεπλένει τα χρήματα της στην Αθήνα και τα στέλνει προς ενίσχυση της μητρικής οργάνωσης στη Βυρρητό.
Στη γειτονική Αλβανία, οι Ιρανοί έχουν αποκτήσει αξιόλογη επιρροή μέσω ιδρυμάτων όπως το Albania – Iran Friendship Association, Kuran Foundation, Saadi College, Saadi Sirazi Cultural Foundation κ.α. Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι η διείσδυση των Ισλαμικών στοιχείων στην Ελλάδα λαμβάνει χώρα όχι μόνο μέσω των εισερχόμενων λαθρομεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Ασία, αλλά και μέσω των στρατολογημένων από τους Ισλαμικούς κύκλους, Αλβανών, Βούλγαρων, Σκοπιανών και λοιπών Βαλκανικών στοιχείων. Το ζήτημα έχει σαφέστατα διττή όσο και περίπλοκη πλευρά και απαιτεί μια εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική ασφαλείας από αυτή που διέπει τη σημερινή Ελληνική κρατική δομή.
Ταυτόχρονα πρέπει να θεωρείτε ως δεδομένο ότι ενεργή στον Ελλαδικό χώρο είναι η Πακιστανική υπηρεσία πληροφοριών καθότι η Ελλάδα είναι ο κατεξοχήν πλέον διάδρομος μεταφοράς των υπηκόων του Πακιστάν στην ΕΕ. Παρουσία στην Ελλάδα ακόμα και μέσω Ελλήνων τη καταγωγή διαφαίνεται ότι διατηρούν τα περισσότερα Μουσουλμανικά κράτη όπως η Αίγυπτος, Συρία, Σαουδική Αραβία, Λιβύη κ.α Από τα τέλη Μαΐου του 2009 και την τότε προβοκάτσια εις βάρος του Ελληνικού κράτους με το περιβόητο «σκίσιμο του Κορανίου», αποκαλύφθηκε ότι έχει εμφιλοχωρήσει η υποστήριξη των Ισλαμιστικών κέντρων και σε κλιμάκια του Ελληνικού κράτους αλλά και στα εθνικής εμβελείας ΜΜΕ. Η μαρτυρία ενός Σύριου προαγωγού και εν τη παρούσα φάση καταδικασμένου διαρρήκτη, είχε ως συνέπεια να αποδειχθεί ότι και εσωτερικοί κύκλοι επιθυμούν την πολυδιάσπαση της συνοχής της Ελληνικής κοινωνίας διαμέσου των Ισλαμιστών λαθρομεταναστών. Η δε οργάνωση αυτών κατέστη δυνατή σε ταχύ χρονικό διάστηκα χάρης τη βοήθεια Ελλήνων παραπολιτικών και ακραίων παραγόντων που διατηρούσαν συνδέσμους στις κοινότητες του Μουσουλμάνων και συντόνιζαν τις κινήσεις τους όπως και την προβολή τους στα ΜΜΕ.
Η Ελλάδα σε γενικές γραμμές θεωρείτε ως σημαντική για την περαιτέρω εξάπλωση του Ισλαμιστικού ρεύματος προς την Ευρώπη ως χώρος τράνσιτ αλλά και λογιστικής υποστήριξης. Το 2008 στην Ιταλία Σουδανός δουλέμπορος συννελήφθη από τις εκεί Αρχές κατηγορούμενος ως συνεργός σε τρομοκρατική ομάδα, ενώ ο ίδιος είχε ζήσει και στην Ελλάδα όπου παράλληλα με το τράφικινγκ λαθρομεταναστών διατηρούσε επαφές με πληθώρα Ισλαμιστικών κύκλων. Η κοινότητα των Σουδανών στην Αθήνα είχε γίνει αντικείμενο προηγούμενης αστυνομικής έρευνας όταν συννελήφθηκαν ανώτερα μέλη της να διακινούν ποσότητες ναρκωτικών στα ίδια τα γραφεία της ένωση τους.
Τέλος η νεοεισερχόμενη σε ολοένα και αυξανόμενους ρυθμούς κοινότητα των Σομαλών στην Αθήνα, εάν και σχεδόν κατά 100% άνεργη ή άεργη, εμφανίζεται ραγδαίως εμπλεκόμενη στο λιανεμπόριο ναρκωτικών ουσιών αλλά και στη δημιουργία κλειστών γειτονιών τύπου γκέττο με τεμένη και χώρους αποθήκευσης λαθραίων προϊόντων. Εάν και υπάρχουν προς το παρόν ενδείξεις, είναι πολύ πιθανό η πλέον επίφοβη Σομαλική τρομοκρατική οργάνωση Αλ Σαχάμπ να έχει επεκταθεί μέσω αυτών και στην Ελλάδα, καθότι οι Σομαλοί λαθρομετανάστες κατά κύριο λόγο φτάνουν στη χώρα μέσω Σουδάν και με απευθείας πτήσεις στην Κωνσταντινούπολη εν συνεχεία προωθούνται στη χώρα. Τόσο στο Σουδάν όσο και στη Σομαλία η μετακίνηση αυτή των ανθρώπων ελέγχεται ως επί το πλείστον από εξτρεμιστικές οργανώσεις που μετέπειτα ζητούν ανταλλάγματα για την μεταφορά τους στην Ευρώπη είτε αυτό είναι πάσης φύσεως παράνομη δραστηριότητα, είτε συλλογής πληροφοριών και ενδεχομένως και της διάπραξης σοβαρών εγκληματικών πράξεων όπως η προετοιμασία τρομοκρατικής επίθεσης.