Γράφει ο Γιάννης Παπαμιχαήλ
τ. Καθηγητής Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας
Παντείου Πανεπιστημίου
Η τσακμακόπετρα είναι φθαρμένη. Όχι μόνο από τις αμφίβολες πολιτικές αρετές του Θεοδωράκη, τις εντολώς δυσανάλογες με την καλλιτεχνική του προσφορά. Ούτε μόνο από τις ακόμα πιο αμφίβολες ηγετικές του ικανότητες – μία από τις οποίες θα ήταν βέβαια η καλύτερη επιλογή των στενών συνεργατών του και των εκπροσώπων του. Ούτε τελικά επειδή η δική του έστω υστεροφημία ως καλλιτέχνη θα έπρεπε να είναι αντικείμενο μεγαλύτερου σεβασμού από όσους δηλώνουν ότι θα επιθυμούσαν να συμμετέχουν στα όργανα λήψης αποφάσεων αυτού του συμπαθούς, αλλά πολύ ολίγου και ελάχιστα ανεξάρτητου κινήματος «Ανεξάρτητων Πολιτών». Εκείνων δηλαδή των αγανακτισμένων ανθρώπων που δικαίως μεν αισθάνονται την ανάγκη να κάνουν κάτι κατά του επαχθούς μνημονίου και της κυβέρνησης που επιχειρεί να υλοποιήσει τις αποικιοκρατικές συμβάσεις που προβλέπονται σε αυτό, σε βάρος προφανώς των κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων του ελληνικού λαού και ιδιαίτερα του κόσμου της εργασίας και των απομάχων του, αλλά φαίνονται να μην γνωρίζουν καθόλου κάποιο άλλο τρόπο συμμετοχής σε αυτό το κίνημα διαμαρτυρίας παρά εκείνο που συγκροτείται μέσα από δομές μάλλον προβληματικές, ίσως και αντιδημοκρατικές. Μέσα από λειτουργίες παράδοξες για ένα κίνημα της αριστεράς και νομιμοποιημένες ή έστω ανεκτές αποκλειστικά από το υποθετικό πολιτικό κύρος που μοιάζει να διαθέτει για πολλούς μεσήλικες δημοκράτες η εμβληματική φυσιογνωμία του ίδιου του Θεοδωράκη. Εντούτοις, όλοι καταλαβαίνουμε ότι μέσα από διαδικασίες αδιαφανών διαπραγματεύσεων και συγκρούσεων μεταξύ διαφόρων φιλόδοξων μικροηγετών σε ρόλο επιγόνων – και των ομάδων που περιστρέφονται με αξιώσεις καθοδηγητικές γύρω από τη σφαίρα επιρροής τους, δεν μπορούν να αναπτυχθούν σήμερα αξιόπιστα κοινωνικά κινήματα αμφισβήτησης της κυβερνητικής πολιτικής, όσο προκλητικά και αν είναι τα μέτρα που ψηφίζονται. Και αυτό φαίνεται ακόμα και με γυμνό μάτι. Είναι διάχυτο, όπως η γενικευμένη δυσπιστία και η λαϊκή απόγνωση. Εκείνη που εδώ και καιρό έχει πάψει να τραγουδάει στις ταβέρνες, ίσως και να συγκινείται από την μουσική παράδοση της αντίστασης και του λαϊκού καημού που μας αφήνει ο Θεοδωράκης σαν πολύτιμη κληρονομιά. Αυτήν μπορούμε άραγε να την ζωογονήσουμε; Και με ποιο τρόπο θα μπορούσε κανείς να ασχοληθεί σοβαρά με την αναδιάρθρωση όχι μόνο του δημόσιου χρέους, αλλά και των κοινωνικών και πολιτικών νοοτροπιών όλων εκείνων των πολιτών που καθυβρίζονται ως κοπρίτες και έχουν καταντήσει να ντρέπονται για τα κοινωνικά τους κεκτημένα, τις πολιτισμικές τους παραδόσεις ή τις ιστορικές τους μνήμες;
Χρειάζεται κατά τη γνώμη μου επειγόντως μια πολιτισμικού και εκπαιδευτικού τύπου παρέμβαση νέας μορφής ικανή να αξιοποιήσει μεσοπρόθεσμα την παραπάνω κληρονομιά.
Όσον αφορά τους πραγματικούς ή κατά φαντασία νέους αντιμνημονιακούς πολιτικούς ηγέτες, θα λέγαμε ότι βέβαια, δρυός πεσούσης, πας ανήρ είναι πιθανόν να ελπίζει ότι κάποτε θα «ξυλευτεί». Ωστόσο, στην περίπτωση τουλάχιστον του Θεοδωράκη, η ίδια η «δρυς» με τις ορθές, αλλά απολύτως γενικόλογες αντιμνημονιακές διακηρύξεις του συμπαθούς υπερήλικα συνθέτη, ίσως μοιάζει σήμερα περισσότερο με έναν αειθαλή μαϊντανό, διψασμένο πάντα γα την υγρασία της προβολής κα της αναγνώρισης του ως πολιτικού ταγού του αποικιοκρατούμενου και πολιτικά αποσυντονισμένου ελληνικού λαού. Ο Θεοδωράκης προβάλλεται άλλωστε συστηματικά σαν μια άτυπη υποψηφιότητα στην προεδρία της δημοκρατίας μιας εξίσου άτυπης – αριστεροφιλελεύθερης, μεταβατικής «κυβέρνησης αρίστων», που ενδεχομένως προετοιμάζεται στα παρασκήνια για να διαδεχτεί κάποια στιγμή στη σκηνή τον θίασο που προς το παρόν κυβερνάει ακόμα τη χώρα. Όπως όλοι γνωρίζουμε, ο δημοφιλής μουσικοσυνθέτης είναι ήδη ικανός, όπως κάθε μαϊντανός, να διακοσμήσει όλα τα τηλεοπτικά παράθυρα που τον εκθέτουν καθημερινά στη δημόσια θέα – ακόμα και εκείνα πίσω από τις διάφανες κουρτίνες των οποίων σκηνοθετούνται, ως πολιτισμικά και πολιτικά δρώμενα, οι νεοοθωμανικοί προσανατολισμοί της κυβέρνησης, καθώς και οι πολιτικές της εξάρτησης και της υποτέλειας που ερήμην έστω των καλών προθέσεων του Θεοδωράκη και των συνεργατών του, συμβαδίζουν απόλυτα με τις πολλαπλές διασπάσεις της ελληνικής κοινωνίας, τις απόπειρες αποχαύνωσής της και την απουσία δυναμικών αντιδράσεων στο ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου της χώρας.
Ας μην βαυκαλιζόμαστε λοιπόν με «σπίθες» που δεν καίνε. Η τσακμακόπετρα είναι φθαρμένη. Τόσο όσο και τα πυροτεχνήματα της Ανάστασης που κάθε χρόνο εύχεται ο ένας στον άλλον.
Πέρα λοιπόν από τις βαρύγδουπες «φιλικές εταιρείες» και τα άλλα μυστικοπαθή ή ρομαντικά οράματα της Αναγέννησης των αντιστασιακών φρονημάτων του λαού, για να «αλλάξουμε ζωή» ή για να ξαναβρούμε τα αυτονόητα, θα πρέπει ίσως να ξαναδούμε σε ποιο ακριβώς σημείο «πήραμε τη ζωή μας λάθος».