Λιγοστά σπίτια και καλυβάκια χαμένα στη μέση ενός κακοτράχαλου τοπίου, χωρίς νερό, χωρίς τηλέφωνο, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα: πρόκειται για το Τσιακουλέ, ένα απομονωμένο χωριουδάκι στη βόρεια Γουινέα, όπου γεννήθηκε η 32χρονη γυναίκα που κατηγορεί τον Ντομινίκ Στρος-Καν...
για σεξουαλική επίθεση στη Νέα Υόρκη.
Το χωριουδάκι βρίσκεται στις όχθες ενός ποταμού στη Φούτα Τζαλόν, την ορεινή κοιτίδα της κοινότητας Πελ της Γουινέας και αποτελείται από επτά «πέτρινα» σπίτια -- το ένα ανήκει στην αδελφή της 32χρονης -- και καμιά δεκαριά χωμάτινες καλύβες. Δεν υπάρχει δρόμος, παρά μόνο ένα μονοπάτι.
Η καμαριέρα του ξενοδοχείου Sofitel της Νέας Υόρκης «γεννήθηκε εδώ, ο μπαμπάς της γεννήθηκε εδώ», είπε ο Μπουμπακάρ, ο ετεροθαλής αδελφός της γυναίκας, σε ένα δημοσιογράφο από τη Γουινέα που πήγε στο Τσιακουλέ και εντόπισε μέλη της οικογένειάς της. Ο δημοσιογράφος διασταύρωσε πληροφορίες που έλαβε από την οικογένεια της γυναίκας στη Νέα Υόρκη και κατάφερε να εντοπίσει τον τόπο καταγωγής της.
Ο 42χρονος Μπουμπακάρ είπε ότι η αδελφή του έζησε στο Τσιακουλέ μέχρι τα 13 χρόνια της. Κατόπιν έζησε στο Λάμπε, την κυριότερη πόλη της Φούτα Τζαλόν, που απέχει περίπου 80 χιλιόμετρα, και επέστρεψε στα 17 της για να παντρευτεί. Απέκτησε ένα κορίτσι από το γάμο της όμως ο άνδρας της, που ήταν γιος ενός πλούσιου δερβίση της κοινότητας Πελ, πέθανε πολύ σύντομα. Η νεαρή χήρα έφυγε τότε για τις ΗΠΑ, μαζί με το παιδί της.
Σύμφωνα με τον Μπουμπακάρ, η Χασανατού, η αδελφή της, της έδωσε τα χρήματα για το ταξίδι και για να εγκατασταθεί στην πόλη όπου ο σύζυγός της διατηρούσε εμπορικό κατάστημα. Η Χασανατού αντικατέστησε επίσης το χωμάτινο καλύβι της οικογένειας στο χωριό με ένα πέτρινο που έχτισε στη θέση του. Η μητέρα των δύο γυναικών ζει ακόμη σε αυτό το σπίτι όμως όταν πήγε ο δημοσιογράφος στο χωριό εκείνη βρισκόταν στο Ντακάρ για ιατρικούς λόγους.
Οι συγγενείς της 32χρονης, που την χαρακτήρισαν «πολύ όμορφη», είπαν ότι δεν πήγε ποτέ στο σχολείο, παρά μόνο στο «κορανικό σχολείο» του Τσιακουλέ όπου μάθαινε στα αραβικά το Κοράνι. Ο θείος της, Μόντι, θυμάται μια κοπελίτσα ήσυχη ενώ ένας άλλος συγγενής είπε ότι πρόκειται για «ένα πολύ σοβαρό, πολύ ευγενικό κορίτσι». Ο 60χρονος θείος είπε ότι πριν από μερικές ημέρες άκουσε στο ραδιόφωνο ότι «ένας λευκός κακοποίησε ένα κορίτσι» στις ΗΠΑ. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν η ανιψιά μου», είπε, όταν τον πληροφόρησε σχετικά ο δημοσιογράφος.
Η 32χρονη είναι το μικρότερο από τα έξι παιδιά που απέκτησε ο πατέρας της, ο Τιερνό Ιμπραχίμα, από τη μία από τις δύο συζύγους του. Ήταν ένας πάμφτωχος αγρότης που πέθανε το 2009 σε ηλικία 90 ετών. Τόσο ο ίδιος όσο και τα μέλη της οικογένειάς του ήταν ιδιαίτερα ευσεβείς μουσουλμάνοι.
Σε αντίθεση με την Χασανατού, η 32χρονη φαίνεται ότι διέκοψε κάθε σχέση με το Τσιακουλέ. «Απ' όταν έφυγε η αδελφή μου πριν από μια δεκαετία, της μίλησα μόνο μία φορά, μετά το θάνατο του μπαμπά. Ήμουν στο Μπισάου και της τηλεφώνησα για συλληπητήρια αλλά όταν είδε τον αριθμό του τηλεφώνου κατάλαβε ότι η κλήση προερχόταν από την Αφρική και απάντησε: 'μην κάνετε τον κόπο να μου τηλεφωνείτε'. Δεν ήξερε ποιος είναι στο τηλέφωνο, όταν της το είπα συνήλθε και μου μίλησε».
Παρόμοια ήταν και η μαρτυρία του θείου Μόντι: «Δεν έλαβε ποτέ κάποιο γράμμα, κάποια φωτογραφία, τίποτα», είπε.
για σεξουαλική επίθεση στη Νέα Υόρκη.
Το χωριουδάκι βρίσκεται στις όχθες ενός ποταμού στη Φούτα Τζαλόν, την ορεινή κοιτίδα της κοινότητας Πελ της Γουινέας και αποτελείται από επτά «πέτρινα» σπίτια -- το ένα ανήκει στην αδελφή της 32χρονης -- και καμιά δεκαριά χωμάτινες καλύβες. Δεν υπάρχει δρόμος, παρά μόνο ένα μονοπάτι.
Η καμαριέρα του ξενοδοχείου Sofitel της Νέας Υόρκης «γεννήθηκε εδώ, ο μπαμπάς της γεννήθηκε εδώ», είπε ο Μπουμπακάρ, ο ετεροθαλής αδελφός της γυναίκας, σε ένα δημοσιογράφο από τη Γουινέα που πήγε στο Τσιακουλέ και εντόπισε μέλη της οικογένειάς της. Ο δημοσιογράφος διασταύρωσε πληροφορίες που έλαβε από την οικογένεια της γυναίκας στη Νέα Υόρκη και κατάφερε να εντοπίσει τον τόπο καταγωγής της.
Ο 42χρονος Μπουμπακάρ είπε ότι η αδελφή του έζησε στο Τσιακουλέ μέχρι τα 13 χρόνια της. Κατόπιν έζησε στο Λάμπε, την κυριότερη πόλη της Φούτα Τζαλόν, που απέχει περίπου 80 χιλιόμετρα, και επέστρεψε στα 17 της για να παντρευτεί. Απέκτησε ένα κορίτσι από το γάμο της όμως ο άνδρας της, που ήταν γιος ενός πλούσιου δερβίση της κοινότητας Πελ, πέθανε πολύ σύντομα. Η νεαρή χήρα έφυγε τότε για τις ΗΠΑ, μαζί με το παιδί της.
Σύμφωνα με τον Μπουμπακάρ, η Χασανατού, η αδελφή της, της έδωσε τα χρήματα για το ταξίδι και για να εγκατασταθεί στην πόλη όπου ο σύζυγός της διατηρούσε εμπορικό κατάστημα. Η Χασανατού αντικατέστησε επίσης το χωμάτινο καλύβι της οικογένειας στο χωριό με ένα πέτρινο που έχτισε στη θέση του. Η μητέρα των δύο γυναικών ζει ακόμη σε αυτό το σπίτι όμως όταν πήγε ο δημοσιογράφος στο χωριό εκείνη βρισκόταν στο Ντακάρ για ιατρικούς λόγους.
Οι συγγενείς της 32χρονης, που την χαρακτήρισαν «πολύ όμορφη», είπαν ότι δεν πήγε ποτέ στο σχολείο, παρά μόνο στο «κορανικό σχολείο» του Τσιακουλέ όπου μάθαινε στα αραβικά το Κοράνι. Ο θείος της, Μόντι, θυμάται μια κοπελίτσα ήσυχη ενώ ένας άλλος συγγενής είπε ότι πρόκειται για «ένα πολύ σοβαρό, πολύ ευγενικό κορίτσι». Ο 60χρονος θείος είπε ότι πριν από μερικές ημέρες άκουσε στο ραδιόφωνο ότι «ένας λευκός κακοποίησε ένα κορίτσι» στις ΗΠΑ. «Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ήταν η ανιψιά μου», είπε, όταν τον πληροφόρησε σχετικά ο δημοσιογράφος.
Η 32χρονη είναι το μικρότερο από τα έξι παιδιά που απέκτησε ο πατέρας της, ο Τιερνό Ιμπραχίμα, από τη μία από τις δύο συζύγους του. Ήταν ένας πάμφτωχος αγρότης που πέθανε το 2009 σε ηλικία 90 ετών. Τόσο ο ίδιος όσο και τα μέλη της οικογένειάς του ήταν ιδιαίτερα ευσεβείς μουσουλμάνοι.
Σε αντίθεση με την Χασανατού, η 32χρονη φαίνεται ότι διέκοψε κάθε σχέση με το Τσιακουλέ. «Απ' όταν έφυγε η αδελφή μου πριν από μια δεκαετία, της μίλησα μόνο μία φορά, μετά το θάνατο του μπαμπά. Ήμουν στο Μπισάου και της τηλεφώνησα για συλληπητήρια αλλά όταν είδε τον αριθμό του τηλεφώνου κατάλαβε ότι η κλήση προερχόταν από την Αφρική και απάντησε: 'μην κάνετε τον κόπο να μου τηλεφωνείτε'. Δεν ήξερε ποιος είναι στο τηλέφωνο, όταν της το είπα συνήλθε και μου μίλησε».
Παρόμοια ήταν και η μαρτυρία του θείου Μόντι: «Δεν έλαβε ποτέ κάποιο γράμμα, κάποια φωτογραφία, τίποτα», είπε.