BACKGROUND

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΤΣΙΦΛΙΚΙ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Η ΕΛΛΑΔΑ,ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΚΟΛΙΓΕΣ!!!


Γίναμε λαθραίοι στην πατρίδα μας. Γίναμε λαθραίοι στη ζωή μας... Είμαστε αχρείοι. Αχρείοι στην ψυχή, αχρείοι στα πιστεύω μας. Αχρείοι και άχρηστοι ταυτόχρονα. Αν οι πρόγονοί μας είχαν κατά νου τι κοπρίτες θα είμασταν, δεν θα κάνανε επανάσταση, δεν θα πάλευαν με τους εχθρούς… Σοφές οι γυναίκες που στο Ζάλογγο ρίχναν στον γκρεμό πρώτα τα παιδιά τους. Ίσως ο άνεμος να τους ψιθύρισε πως το σπέρμα αυτής της φυλής δεν αξίζει να συνεχίσει στην ιστορία…

Είμαι θυμωμένος. Είμαι οργισμένος. Νιώθω δεν μας είπε άδικα κοπρίτες ο Πάγκαλος. Νιώθω πως αυτά που ζούμε κι αυτά που έρχονται, αυτά μας αξίζουν… Δούλοι γεννηθήκαμε και την αλυσίδα στο μυαλό μας, την έχουμε βαφτίσει διάνοια, θαρρώντας πως έχουμε ένα πολύτιμο αξεσουάρ που μας ξεχωρίζει. Και ίσως να είναι κι έτσι… Η βλακεία σήμερα αποτιμάται πιότερο από το χρυσάφι, αφού μόνο με αυτήν καταφέρνουν οι έξυπνοι να πίνουνε από το αίμα μας για να γεμίσουν τα θησαυροφυλάκιά τους…

Ντροπή μωρέ! Ντροπή!!! Θέλετε να λέγεστε Έλληνες, εσείς που μάθατε από τη μάνα σας και τον πατέρα σας να τα έχετε όλα στα πόδια σας. Ποτέ δεν προσπαθήσατε, ποτέ δεν παλέψατε πραγματικά για να γίνετε κάτι. Μεταφερόμενες σκατοσακκούλες γενήκαμε όλοι μας και καμαρώνουμε σαν γύφτικα σκεπάρνια.

Το χάλι μας γίνεται χαλί για να μας ποδοπατήσουν, μα εμείς δεν αφήνουμε τους καναπέδες μας. Ποιός είσαι εσύ, ποιός είμαι εγώ, που ακούμε το φτωχό μας το μυαλό να μας λέει ότι ετούτοι οι δοσίλογοι θα μας χαρίσουν την λευτεριά μας, θα μας φερθούνε σαν ανθρώπους και θα νοιαστούνε για το σπιτικό μας; Ποιοί είμαστε μωρέ που βάνουμε με το μυαλό μας πως θα μας λυπηθούνε ετούτοι που χρόνια πολλά δούλεψαν για να μας σκλαβώσουν; Ποιοί είμαστε εμείς που τώρα κάνουμε σεριάνι και περατζάδες, περιμένοντας να μας προσφέρουν στο πιάτο αυτά που κάθε μέρα μας κλέβουν; Δεν λογάμε μωρέ πως θα μας πάρουν τα πάντα; Ακόμη και τον καναπέ μας, τον λατρευτό μας φίλο, θα μας τον επάρουνε για να καθόμαστε στο χώμα, σαν δούλοι, όπως μας πρέπει…

Παρτάκηδες μεγαλώσαμε, παρτάκηδες μεγαλώνουμε, παρτάκηδες μας κυβερνάνε… Και τί νομίζετε πως θα γενεί με ετούτο το χάλι μας; Την πατρίδα την κάνουνε οι ανθρώποι και δεν γίνεται μόνο από το χώμα. Την πατρίδα και το σπιτικό την νοιάζονται οι νοικοκύρηδες και όχι οι ρέμπελοι κι εκείνοι που ονοματίζουνε πατρίδα όπου δούνε να υπάρχει η κονόμα…

Ποιοί είμαστε μωρέ, όλοι εμείς, που βλέπουμε το κακό να έρχεται με φόρα επάνω μας και δεν σκιρτάμε; Τι διαφορά έχουμε με τους νεκρούς; Απαθείς στα χειρότερα που έρχονται, απαθείς στα τόσα που μας χτυπάνε με τόση αδεξιότητα τα μίσθαρνα των τραπεζών και των παγκοσμιοποιητών…! Απαθείς θα μείνουμε όλοι μας μέχρι η μπόρα να χτυπήσει το σπιτικό μας. Και τότε θα καταλάβουμε πως όσο και να φωνάζουμε, όσο και να χτυπιόμαστε, ο γείτονας δεν θα τρέξει να μας βοηθήσει, αφού το δικό του το σπιτικό δεν θα έχει πάρει ακόμη φωτιά…

«Μιά σπιθαμή από τον κώλο μας και όπου θέλει ας μπει»… αυτό είναι το ρητό των σύγχρονων τάχατες Ελλήνων. Των Ελλήνων ετούτων που είναι καλοί στις δόξες, μα αποφεύγουν τους αγώνες. Είναι δύσκολοι οι αγώνες. Είναι επικίνδυνοι οι αγώνες. Κι έτσι προτιμάμε την σιγουριά της σκλαβιάς που μας ετοιμάζουν, την σιγουριά και την ησυχία της φυλακής που μας χτίζουν… Κι αν η ψυχή μας πουληθεί για ένα κομμάτι ψωμί, κι αν τα παιδιά μας γενούνε πόρνες για να αδειάζουν τις βρωμιές τους οι «κοσμοπολίτες» δυνάστες μας, εμείς θα προτιμάμε την ησυχία μας, την σιγουριά μας… Την σιγουριά του θανάτου μας…

Είναι δύσκολοι οι δρόμοι. Είναι δύσκολο να παλέψεις με το σύστημα που σε θέλει σκλάβο. Και ποιός σας είπε μωρέ πως η λευτεριά είναι εύκολη; Ποιός είναι εκείνος που σας δασκάλεψε –κι εμένα μαζί- να σκύβουμε μπροστά στους ψευτοαρχοντάδες, να τους κάμουμε τεμενάδες και να τους φχαριστάμε επειδή δεν σκοτώσανε εμάς επειδή δεχτήκαμε να βιάσουν το παιδί μας; Έλληνες, μωρέ, μπορούμε να λεγόμαστε εμείς, που ούτε με τα ζώα πια δεν μπορούμε να μετρηθούμε; Λιοντάρια στην ψυχή, λέει η ιστορία… Ναι, κάποτε… Σήμερα ζευόμαστε σαν τα βόδια για να γιομίσουμε τα στομάχια και τα κωλάντερα εκείνων που μας βλέπουν σα νούμερα και που ξοδεύουν κάθε μέρα για τα σκυλιά και τις γάτες τους πιότερα από όσα δίνετε εσείς στα παιδιά σας.

Ακόμη και τα κορμιά μας δεν είναι δικά μας, αλλά των «αφεντάδων» μας. Μας τό ‘πανε κι εμείς σταθήκαμε βουβοί. Σα χαμένοι δεχτήκαμε πως και στο θάνατό μας, το κορμί μας δεν είναι ούτε τότε δικό μας. Άδεια φέρετρα στις οικογένειές μας για να κλάψουν και αφού κλέψουν τα απομεινάρια μας θα μας πετάνε στα σκουπίδια ή θα μας καίνε σαν απόβλητα… Κι εμείς, σαν απόβλητοι, δεχόμαστε από τα όρνεα να ζούνε από τ’ άψυχα κορμιά μας…

Άντε να μου χαθείτε ρε… Άντε να χαθείτε κοπρίτες, που θέλετε να σας χαρίσουν το πολυτιμότερο αγαθό, την λευτεριά σας… Αχρείοι, άχρηστοι και άβουλοι αντάμα, κοπρίτες που τρέχετε να σας ρίξει ο αφέντης σας ψίχουλα για να ζήσετε… Αυτοί είστε, αυτοί είμαστε όλοι μας. Λόγια πολλά, μα από έργα… κανένα! Άιντε μωρέ, να χαθούμε από προσώπου γης, γιατί προσβάλουμε τους Έλληνες...

Κωνσταντίνος