Με τόσο κόσμο για μέρες στο Σύνταγμα και στις άλλες πλατείες της χώρας, είναι φανερό ότι το ζήτημα από κατά κύριο λόγο οικονομικό, όπως το προσλαμβάναμε τον προηγούμενο καιρό, ψιλοκοσκινίζοντας τη βιωσιμότητα των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων, έχει ανακηρυχθεί σε πολιτικό.
Και τούτο γιατί τα περιθώρια έχουν υπερβολικά στενέψει. Όπως λένε και οι FT, δεν υπάρχει soft λύση για την Αθήνα. Το χρέος δεν είναι βιώσιμο, είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί και όποια απόφαση και να ληφθεί τον Ιούνιο δεν θα κάνει τίποτα παραπάνω από μια τρύπα στο νερό. Δηλαδή, το πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους θα ξαναεμφανιστεί εντονότερο λίγους μήνες μετά, μετά την πρόσκαιρη ευφορία της κυβέρνησης, και αφού τελειώσουν τα μπάνια του λαού. Το δίλημμα που βάζει ο Münchau είναι ή η ΕΕ να βάλει βαθιά το χέρι στη τσέπη και να συνεχίζει να ρίχνει ρευστό σε ένα τρύπιο κουβά, με την ελπίδα ότι κάποτε η τρύπα θα κλείσει, ή η Ελλάδα να προχωρήσει σε ένα ξεγυρισμένο κούρεμα στο 50%-70% της τιμής των ομολόγων, ή σε μια γενναία διαγραφή του χρέους. Είτε με το ένα, είτε με το άλλο κάποιοι θα μείνουν πολύ δυσαρεστημένοι.
Για να υπάρξει ανάπτυξη, πάλι τα περιθώρια είναι υπερβολικά στενά. Δύο είναι πάλι οι λύσεις, αμφότερες κοφτερές, σαν καλοακονισμένο μαχαίρι: διάσπαση της ευρωζώνης με τη δημιουργία ενός γερμανικού πυρήνα, έξοδος από το ευρώ, και υποτίμηση του νέου νομίσματος για την Ελλάδα, ή πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Διαλέχτε και παίρνετε.
Κι ο χρόνος κυλάει. Η κυβέρνηση έχει χάσει το πηδάλιο, και φλερτάρει με τις πιο απονενοημένες κινήσεις, όπως ολοκληρωτική εκκαθάριση της επιχείρησης Hellas LTD, από την οποία πάλι το χρέος δεν πρόκειται να κερδίσει ούτε πόντο, ή ολίσθηση σε ολιγαρχικές πολιτικές λύσεις, όπως φαίνεται από το φλερτ με κυβέρνηση τεχνοκρατών (δλδ ακόμα περισσότερο νεοφιλελεύθερων και αυτοκτονικών πολιτικών απ’ ό,τι σήμερα), ή από την Παγκάλειας έμπνευσης πραξικοπηματική αλλαγή του εκλογικού νόμου ώστε το κόμμα του 1% να μπορεί να εξασφαλίζει 151 τουλάχιστον βουλευτές, κι αυτό περισσότερο από γενναιοδωρία, μιας και τίποτε δεν θα εμπόδιζε τον νομοθέτη να τού δώριζε και τους 300. Τσιγκουνιές θα κάνουμε τώρα.
Κι ερχόμαστε στο διαταύτα, για το οποίο και κατέβηκε αυθόρμητα, συνειδητά ή ασυνείδητα ο κόσμος στο Σύνταγμα. Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο πολιτικό αδιέξοδο. Για όσους θέλουν να δουν μόνο την αγανάκτηση που αυτό το ετερόκλητο πλήθος εκφράζει, παρακάμπτουν το γεγονός ότι κανένας δεν αποφασίζει να εκφράσει δημόσια την αγανάκτησή του, (θα μπορούσε να συνέχιζε να το κάνει και κατά μόνας, όπως συνέβαινε και μέχρι τώρα), αν ενδόμυχα δεν ζητάει αυτή η αγανάκτηση να μετατραπεί σε όχημα αλλαγής. Η κατεύθυνση της αλλαγής ως ένα βαθμό είναι ενιαία και την ενστερνίζεται τόσο ο κόσμος της πάνω μεριάς της πλατείας μπροστά στη βουλή, όσο και ο κόσμος της γούβας γύρω από το σιντριβάνι. Ας μην γελιόμαστε, το Σύνταγμα δεν είναι ένα, αλλά δυο, χωρίς να θέλω επί του παρόντος να περιγράψω τις φυλές με λεπτότερες γραμμές, συμβάλλοντας έτσι περισσότερο στον διαχωρισμό και τη διάσπαση. Το αίτημα όμως είναι σαφές: πτώση της κυβέρνησης και κατάργηση του μνημονίου. Ως εδώ καλά. Τουλάχιστον υπάρχει κοινή συνισταμένη, η οποία όμως και κινδυνεύει να χαθεί αν δεν υπάρξει ανάμιξη και διάθεση ανταλλαγής αμοιβαίων επισκέψεων μεταξύ των «πάνω» και των «κάτω».
Αλλαγή όμως από ποιον; Μπορεί ένα ετερόκλητο πλήθος να δρομολογήσει αλλαγές, όταν μάλιστα θέτει σαν όρο αδιαπραγμάτευτο τον αποκλεισμό κάθε υπάρχουσας πολιτικής δύναμης από τις τάξεις του; Κι αν ως προς αυτό, καλά κάνει, δεδομένης της διάχυτης δυσπιστίας και του μακροχρόνιου «μη έντιμου» βίου των κομμάτων, όχι κατ’ ανάγκην λόγω διαπλοκής, που δεν αφορά τουλάχιστον τα κόμματα της αριστεράς, αλλά εξ αιτίας της απουσίας τους από τον καθημερινό βίο των ανθρώπων, μπορεί το καθήκον της πολιτικής αλλαγής να το φέρουν εις πέρας οι καθημερινές λαϊκές συνελεύσεις των 9 μμ; Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά ακόμα.
Όσο μπορώ να κρίνω, και με τα σημερινά δεδομένα, θα έλεγα ότι το πλήθος που συγκεντρώνεται καθημερινά στο Σύνταγμα θα μπορούσε όντως να επιφέρει πτώση της κυβέρνησης, αν συνέχιζε να προσέρχεται με την ίδια επιμονή, ορμή και όγκο. Για πόσο όμως καιρό ακόμα; Είναι σίγουρο, ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ανοχής, που όπου νάναι εξαντλείται, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να το διαβάλει, κι αν δεν το κατορθώσει, θα το διαλύσει δια της βίας. Η ζωή όπως την είδαμε τις τελευταίες μέρες στο Σύνταγμα, έχει ημερομηνία λήξης. Κι γιαυτό πρέπει να αρχίζουμε να βάζουμε από τώρα στις καθημερινές συνελεύσεις τον τρόπο δράσης την επόμενη μέρα. Όχι, ότι υπάρχει και ιδιαίτερος καιρός μπροστά μας.