Πέρασε από πολλά στάδια αυτή η «γιορτή». Αν κανείς αφήσει το μυαλό να ταξιδέψει πίσω, θα την ταυτίσει τελικά με την παρακμιακή πορεία του Έθνους των τελευταίων σαράντα χρόνων.
Θα συνειδητοποιήσει γιατί φτάσαμε ως εδώ. Θα καταλάβει γιατί η τελική κατάρρευση ήταν αναπόφευκτη.
Στην αρχή κάπως αυστηρή, ένοχη για την αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων να συνεννοηθούν, ώστε να πέσει η χούντα χωρίς να καταστραφεί η Κύπρος.
Με την αγωνία μήπως «ξανακυλήσουμε», με τις μνήμες νωπές, με τους αγωνιστές της αντιδικτατορικής πάλης παρόντες.
Με την ελπίδα να σταθούμε στα πόδια μας, να αποκτήσουμε επιτέλους μια ομαλή πολιτική ζωή, να στεριώσει η Δημοκρατία, να μην ξανακινδυνέψει, να εκλείψουν οι εσωτερικοί και εξωτερικοί κίνδυνοι.
Με την ανησυχία μήπως και δεν μας δεχτούν στην τότε ΕΟΚ, ασφαλές καταφύγιο για όλους που θα μας προστάτευε από κάθε απειλή και θα διασφάλιζε την ευημερία μας – 36 χρόνια αργότερα «ασφαλές καταφύγιο» θα γινόταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και 37 χρόνια αργότερα «ασφαλές καταφύγιο» θα γινόταν μια non troppo (όχι υπερβολική) χρεοκοπία και η πλήρης οικονομική υποδούλωση.
Εκείνη την πρώτη περίοδο, υπήρχε πολιτική ένταση, διαφωνίες, στα πηγαδάκια υψώνονταν οι φωνές. Αλλά και αισιοδοξία και χιούμορ και ευφυολογήματα.
Υπήρχαν ακόμη κάποια ψήγματα σεμνότητας…
Και ύστερα ήλθε το... life style
Μετά… Μετά μας ήλθαν όλα στο πιάτο. Η ΕΟΚ, τα κοινοτικά πακέτα, τα εύκολα δάνεια, το glam, το life-style, τα ακριβά αυτοκίνητα, οι χλιδάτες διακοπές, τα αξιώματα και τα προνόμια, τα τρωκτικά, οι ασυνείδητοι πολιτευτάκηδες, οι κομματάρχες, οι συνδικαλιστές.
Στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου άρχισαν να απλώνονται οι μπουφέδες με τους σολομούς και τις γαρίδες, επί των οποίων επέπεφταν οι όψιμοι αντιστασιακοί ως ακρίδες.
Ουρές σχηματίζονταν μπροστά στον παραδοσιακό (λέμε τώρα) παγωτατζή. Γενναιόδωρη η Δημοκρατία πρόσφερε παγωτό χωνάκι. Η Δημοκρατία διασκέδαζε βλέποντας τις θεραπαινίδες της - αρσενικές και θηλυκές - να χρησιμοποιούν τη γλώσσα τους, κάνοντας αυτό που καλύτερα γνώριζαν...
Έγινε, έτσι, η «Γιορτή της Δημοκρατίας» τόπος επίδειξης της αλαζονείας, του παράνομου πλουτισμού, της χυδαιότητας, της αναίδειας, της διαπλοκής, της αμεριμνησίας, της ανικανότητας, του θριάμβου της παραοικονομίας και του απόλυτου ελέγχου, της άθλιας υποταγής της πολιτικής σε ένα σύστημα ιλουστρασιόν παρανόμων.
Οι πολύχρωμες τουαλέτες βρέθηκαν στην ημερήσια διάταξη – καθώς οι σουσούδες της Μεταπολίτευσης επέμεναν να αγνοούν το κάτω μέρος της πρόσκλησης που σταθερά μιλούσε για σκούρο ένδυμα.
Η «Γιορτή της Δημοκρατίας» έγινε «Γιορτή της φαυλοκρατίας», τόπος παρέλασης του φοροδιαφεύγοντος κόσμου των επιχειρήσεων και του star system, των κοσμικών και των σκαφάτων.
Η «Γιορτή της Δημοκρατίας» έγινε η χαρά του νταβατζή και της βίζιτας. Αυτοί εξασφάλιζαν τις πολυπόθητες προσκλήσεις, ενώ αρκετές φορές οι πραγματικοί αντιστασιακοί έπρεπε να τηλεφωνούν για να υπενθυμίζουν στην προεδρία πως εξακολουθούν να βρίσκονται στη ζωή.
Η «Γιορτή της Δημοκρατίας» έγινε το θέατρο των δημοσίων σχέσεων, με γλοιώδεις χειραψίες και ψεύτικα χαμόγελα.
Η «Γιορτή της Δημοκρατίας» έγινε η αφορμή για «εποικοδομητικές» και προσοδοφόρες γνωριμίες, ο χώρος όπου οι ασήμαντοι διαγκωνίζονταν για μια χειραψία με τους ισχυρούς της πολιτικής και του χρήματος.
Σε μια περίπτωση η συνοδός (κάτι μεταξύ μοντέλου και ηθοποιού) ενός προσκεκλημένου να... τιμήσει την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας και της εθνικής τραγωδίας στην Κύπρο, συνέχισε το γλέντι (με την ίδια προκλητική τουαλέτα και με την ίδια παρέα) στα μπουζούκια.
Περίσσεψε η χυδαιότητα, η φτήνια της αφθονίας, η αλαζονεία της εξουσίας – πολιτικής, οικονομικής, δημοσιογραφικής, τηλεοπτικής.
Κοτζαμπάσηδες στο Περίπτερο
Το άκρον άωτον του κοτζαμπασισμού ενσαρκωνόταν την στιγμή που η λεγόμενη πολιτική ηγεσία αποσυρόταν στο περίφημο «περίπτερο», όπου μετά συζύγων στρογγυλοκάθονταν σε ένα είδος υπερυψωμένης σκηνής, χασκογελώντας, ανταλλάσσοντας ανούσιες φιλοφρονήσεις, παίρνοντας μέρος σε μια παράσταση που αποσκοπούσε στην επιβολή της εξουσίας τους – επί των προσκεκλημένων στη «γιορτή» πληβείων και, μέσω αυτών και των τηλεοπτικών δεκτών, επί όλων των πληβείων της χώρας.
Σα να τους έλεγαν: «Μας βλέπετε; Εμείς είμαστε. Εμείς θα σας κυβερνάμε. Εμείς θα σας καταστρέφουμε και μετά πάλι εμάς θα καλείτε για να σας σώσουμε»…
Ό,τι πιο εφήμερο, υπερφίαλο, αδιάφορο, αντεθνικό, αντιπατριωτικό, ποταπό, κοσμικό κυκλοφορούσε για πολλά χρόνια την 24η Ιουλίου, στους κήπους του Προεδρικού με την προεδρική μπάντα να παιανίζει.
Οι «άλλοι», οι φυσιολογικοί άνθρωποι, οι πραγματικοί και ανιδιοτελείς αντιστασιακοί, τα έπιαναν τα μηνύματα. Αλλά είχαν αποφασίσει να κρύβουν τη δυσφορία τους πίσω από μερικά δηκτικά σχόλια.
Σχεδόν είχαν κι’ αυτοί πιστέψει πως… κάπως έτσι είναι η Δημοκρατία.
Είχαν υποκύψει στη βεβαιότητα πως το ίδιο κατεστημένο, αυτό που είχε οδηγήσει στη δικτατορία, αυτό που είχε καθίσει στ’ αβγά του και σε πολλές περιπτώσεις είχε συνεργαστεί με τη χούντα, αυτό που δεν μπόρεσε ποτέ να αποτρέψει ούτε μία εθνική τραγωδία, αυτό που δεν έλαβε ποτέ μέρος ούτε σε έναν αγώνα του Έθνους, επέστρεψε, όπως ακριβώς και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να ασκήσει την εκ Θεού εξουσία του – αυτή τη φορά «εμπλουτισμένη» και με μερικούς αντιστασιακούς, που κοσμούσαν τον θρίαμβό του.
Κάποιοι απ’ αυτούς, η λεγόμενη «γενιά του Πολυτεχνείου», για παράδειγμα, στα χρόνια που θ’ ακολουθούσαν θα εξαργύρωναν την έστω και στιγμιαία, αντιδικτατορική δράση τους.
Όσοι δεν επεδίωξαν αξιώματα και αντισταθμιστικά οφέλη, απλώς έμειναν εκτός συστήματος.
Είχα εκείνα τα χρόνια δει άπειρες φορές, πολλούς από τους δυσφορούντες για τις εικόνες της παρακμής με τις οποίες είχαν μόλις βρεθεί αντιμέτωποι, να βγαίνουν από το προεδρικό αγανακτισμένοι:
-Άι σιχτίρ, δεν ξανάρχομαι, έχω κανένα λόγο να εκνευρίζομαι;
Ξανάρχονταν, όμως. Είχε γίνει ένα είδος συνήθειας, υποχρέωσης, φολκλόρ. Μια διαστροφή που τους ήθελε να δίνουν το παρών για να παρακολουθούν την πορεία της αυτοκαταστροφής.
Η τελευταία πράξη του δράματος
Μετά, το πράγμα άλλαξε. Αποφασίστηκε να καλούνται μόνο οι θεσμικοί παράγοντες και οι πραγματικοί αντιστασιακοί – όλων των περιόδων που η Ελλάδα χρειάστηκε να αντισταθεί.
Τέλος και η βραδινή δεξίωση, έγινε πρωινή – για να γλιτώσουμε και τις τουαλέτες.
Τέλος και τα πλούσια εδέσματα – μόνο πορτοκαλάδες.
Ούτε αυτό βοήθησε. Εντάχθηκε στη γενική επικοινωνιακή λαίλαπα.
Τι νόημα έχει ν’ αλλάζεις τον τρόπο, όταν δεν μπορείς να αλλάξεις νοοτροπίες και πρόσωπα;
Η παρένθεση της λιτότητας και της υποκριτικά ενάρετης πρακτικής έκλεισε φέτος με την Ελλάδα χρεοκοπημένη (ma non troppo).
Καθρέφτης της αφροσύνης και της υποκρισίας, η «Γιορτή της Δημοκρατίας» ολοκλήρωσε χθες τον κύκλο της μαζί με την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, των παχιών αγελάδων, της ρεμούλας, της αφροσύνης, της ανικανότητας και αυτού που κατέληξε να είναι ο Νέος Κοτζαμπασισμός.
Πολλοί αντιστασιακοί (ο Μανώλης Γλέζος, ο Βασίλης Φίλιας, ο Μιχάλης Στυλιανού, ο Στάθης Παναγούλης και κυρίως ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων) επέστρεψαν τις προσκλήσεις αρνούμενοι να κοσμήσουν με την παρουσία τους τον «θρίαμβο της χρεοκοπίας», αρνούμενοι να λάβουν μέρος στην τελευταία πράξη του δράματος.
Αλλά είναι η τελευταία;
Όλα δείχνουν πως η τραγωδία μόλις ξεκίνησε. Οι ίδιοι «σωτήρες» μας βεβαιώνουν πως μας έσωσαν. Οι ίδιοι «σωτήρες» υπόσχονται να ξανασώσουν τη χώρα.
Ακούγοντας τα φετινά μηνύματα για την Επέτειο, εύκολα αναρωτιέται κανείς: Μα αφού μπορούσατε να αποφύγετε την καταστροφή, γιατί δεν το κάνατε;
Για ποιο λόγο η καινούργια αρχή πρέπει να γίνεται πάντα μετά την ταπείνωση και την υποδούλωση της χώρας;
Προηγουμένως, λίγο, λιγουλάκι πριν, έχετε άλλες δουλειές;
Γιατί, «τώρα είναι η ώρα για μια πιο ουσιαστική Δημοκρατία» και αυτή η «ώρα» δεν ήλθε ποτέ όταν έπρεπε να αποτραπεί η κατάρρευση;
Οι απαντήσεις βρίσκονται στην παραπάνω διαχρονική περιγραφή μιας παρακμιακής ατμόσφαιρας που σκόπιμα καλλιεργήθηκε, ενθαρρύνθηκε και επιβραβεύθηκε