BACKGROUND

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

TIMES: Ο ΜΟΝΤΙ ΕΧΕΙ 365 ΗΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Ο Μάριο Μόντι πρέπει να είναι ευχαριστημένος. Αυτή τη φορά, η Ρώμη δεν παρέλυσε από τις κινητοποιήσεις των ταξιτζήδων, των φορτηγατζήδων ή των δικηγόρων που αντιδρούν στην απελευθέρωση του επαγγέλματός τους, αλλά από τη χειρότερη χιονοθύελλα που έχει γνωρίσει τα τελευταία...
27 χρόνια. Ο ιταλός πρωθυπουργός θα άνοιξε σίγουρα μια μπουκάλα με γκράπα για να το γιορτάσει.


Το ψύχος είναι μια καλή μεταφορά για την Ιταλία, γράφει ο Μπιλ Έμοτ στους Τάιμς. Καλύτερη από το ναυάγιο του Costa Concordia και την ανεύθυνη στάση του πλοιάρχου Σκετίνο. Αυτό που συνέβη στην ιταλική πολιτική τον περασμένο Νοέμβριο ήταν μια αντίστροφη «στιγμή Σκετίνο»: ο πρόεδρος Ναπολιτάνο και οι αγορές φώναζαν στον Μπερλουσκόνι να πηδήξει από το πλοίο και στον Μάριο Μόντι να αναλάβει το πηδάλιο για να το εμποδίσει να πέσει στα βράχια.

Η θητεία του Μόντι μέχρι στιγμής χαρακτηρίζεται χωρίς αμφιβολία επιτυχής, αν και περισσότερο γι’ αυτά που αντιπροσωπεύει παρά γι’ αυτά που έχει πετύχει. Ο πρώην επίτροπος και καθηγητής οικονομικών αντιπροσωπεύει τη σοβαρότητα και την αξιοπιστία, ενώ ο προκάτοχός του είχε ταυτιστεί με την επιπολαιότητα, τα προσωπικά ρουσφέτια και την αναξιοπιστία.

Με τη βοήθεια του έκτακτου δανεισμού από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είχε ως αποτέλεσμα να αποτραπεί το τελευταίο δίμηνο μια ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση, ο Μόντι κατόρθωσε με το πρόγραμμα λιτότητας που εξήγγειλε να μειώσει το κόστος δανεισμού της κυβέρνησής του από το απαγορευτικό 7% σε ένα 5-6%. Ο ιταλός πρωθυπουργός είναι πλέον ευπρόσδεκτος και σε πόλεις εκτός από την Τρίπολη και τη Μόσχα: την ερχόμενη Πέμπτη θα επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο.

Πέρα από τις προσωπικές συγκρίσεις ανάμεσα στους δύο άνδρες, συνεχίζει ο βρετανός αρθρογράφος, η βασική διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός αρχίζει να μοιάζει με τη λύση στην οικονομική κρίση της Ευρώπης και όχι με την αιτία της επόμενης, ακόμη μεγαλύτερης καταστροφής. Όσοι υποστηρίζουν ότι η ενθρόνισή του ήταν αντιδημοκρατική λένε ανοησίες, υποστηρίζει ο Έμοτ. Έγινε με απολύτως συνταγματικό τρόπο και η κυβέρνηση Μόντι στηρίζεται σήμερα σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Χωρίς τις ψήφους τόσο του Λαού της Ελευθερίας, του Μπερλουσκόνι, όσο και του αριστερού Δημοκρατικού Κόμματος, η κυβέρνηση Μόντι θα έπεφτε αύριο το πρωί και θα γίνονταν νέες εκλογές.

Το μεγάλο πλεονέκτημα του Μόντι είναι ότι κανένα από τα μεγάλα κόμματα, και ιδιαίτερα ο Μπερλουσκόνι, δεν θέλει εκλογές όσο η οικονομία βρίσκεται σε χαώδη κατάσταση. Κι εκείνος εκμεταλλεύεται αυτό το γεγονός προτείνοντας μέτρα φιλελευθεροποίησης που πλήττουν το ευρύτερο δυνατό φάσμα ειδικών συμφερόντων. Η στρατηγική της Θάτσερ, που είχε επιλέξει ως στόχο τους ανθρακωρύχους, δεν είναι γι’ αυτόν. Προτιμά να τον μισούν πολλοί από λίγο, παρά να τον μισούν μια ή δύο κοινωνικές ομάδες πολύ.

Μέχρι τώρα, το σχέδιο δείχνει να λειτουργεί, όσο κι αν υπάρχει η αίσθηση ότι η φιλελευθεροποίηση πλήττει περισσότερο τους καθημερινούς ανθρώπους παρά ανθρώπους σαν τον Μπερλουσκόνι. Η μεγαλύτερη αδυναμία του ιταλού πρωθυπουργού, όμως, είναι η έλλειψη χρόνου. Ακόμη κι αν τηρηθεί η εκεχειρία μεταξύ των κομμάτων, θα πρέπει να γίνουν εκλογές την άνοιξη του 2013, και ο Μόντι έχει δεσμευτεί ότι δεν θα είναι υποψήφιος. Ενώ λοιπόν η Σιδηρά Κυρία είχε μια δεκαετία για να αλλάξει τη Βρετανία, ο Σιδηρούς Καθηγητής δεν έχει ούτε ένα χρόνο. Κι αυτός ο χρόνος είναι βέβαιο ότι θα σημαδευτεί από μια επιδεινούμενη ύφεση, που προκαλείται από την αύξηση της φορολογίας και τη μείωση των δημοσίων δαπανών, σε συνδυασμό με τα ευρύτερα προβλήματα της ευρωζώνης.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι απαραίτητες. Η Ιταλία είναι μια από τις χώρες της δυτικής Ευρώπης με τον μεγαλύτερο έλεγχο της οικονομίας και η εργατική της νομοθεσία προστατεύει τους παλαιότερους εργαζόμενους και αφήνει απροστάτευτους τους νέους. Οι εργοδότες που κάνουν απολύσεις μπλέκονται σε δικαστικές διαμάχες που μπορεί να κρατήσουν δεκαετίες. Η μάχη για τις μεταρρυθμίσεις αυτές θα είναι λοιπόν σκληρή. Στο τέλος του 2012, ο Μόντι θα έχει μέτρα που η Ιταλία έχει ανάγκη εδώ και 20 χρόνια. Το οικονομικό ψύχος θα συνεχίζεται, αλλά τουλάχιστον η χώρα θα πάρει μια ανάσα.