Μιλάμε για τα παιδιά, αλλά ισχύει και για τους μεγάλους: Το Facebook είναι ένα μαγικό πράγμα. Τραβάει πάρα πολύ κόσμο, και τον τραβάει σαν μαγνήτης. Αυτό συμβαίνει βέβαια και με το ίντερνετ γενικότερα, όμως είναι απρόσωπο. Το Facebook, μαζί με τα υπόλοιπα λεγόμενα “κοινωνικά δίκτυα”, είναι προσωπικό, αφορά το πρόσωπο, το face, το δικό μας και των άλλων.
Γράφει ο ψυχοθεραπευτής, Κωνσταντίνος Γεμενετζής.
Από που έρχεται άραγε η μαγεία του; Η ακατανίκητη πολλές φορές έλξη που ασκεί πάνω μας; Που κάνει συχνά να μας τραβά περισσότερο το face ενός γνωστού ή άγνωστου, και λιγότερο η προσωπική, πραγματική συνάντηση μαζί του; Γιατί το εικονικό face είναι συχνά πιο ενδιαφέρον από το ζωντανό πρόσωπο; Μαγευτικό;
Η μαγεία του Facebook θυμίζει τη μαγεία που έχει στα μικρά παιδιά ένα παιχνίδι.
Με τον ίδιο τρόπο σε απορροφά, σε καθηλώνει, σε αποναρκώνει. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια κούκλα. Η Μπάρμπι. Το κοριτσάκι της αλλάζει φορέματα, την βάζει σ’ ένα σωρό ιστορίες με την Skipper, την αδελφή της, με τον φίλο της τον Ken και μ’ ένα σωρό άλλους. Άμα λάχει θα της ξεσκίσει και τα μαλλιά, θα της ξεριζώσει χέρια και πόδια, θα την βροντήξει στον απέναντι τοίχο. Η Μπάρμπι δεν λέει ποτέ “Οχι”. Δεν έχει καμία δική της προτίμηση, θέληση, υπόσταση. Χωρίς δισταγμό, χωρίς αντίρρηση και διαμαρτυρία αφήνει το κορίτσι να την κάνει ο,τι θέλει, να την βάλει σε όποιο, μα όποιο σενάριο της φαντασίας και του ονείρου, να την λατρέψει και να την καταστρέψει. Σ’ αυτό το σημείο η Μπάρμπι έχει κάτι κοινό με την μπάλα – για να μην ξεχνάμε τα αγόρια. Η μπάλα είναι στρογγυλή, η “στρογγυλή θεά”. Στο σουτ, είτε γίνεται με το πόδι στο ποδόσφαιρο, είτε με το χέρι στο μπάσκετ, η μπάλα κατευθύνεται υπάκουα εκεί που την στέλνει το πόδι και το χέρι. Η τροχιά της είναι πιστή προέκταση του σούτερ. Μια πέτρα δεν θα φέρονταν έτσι. Η ανώμαλη επιφάνεια της θα την έκανε σίγουρα να παραλλάξει την πρόθεση του παίκτη, να πάει όπου θέλει αυτή. Γι’ αυτό η πέτρα δεν είναι παιχνίδι.
Ξεκίνησα μιλώντας για τη μαγεία του Facebook. Την συνέκρινα με τη μαγεία του παιχνιδιού – της Μπάρμπι, της μπάλας. Μα, θα έλεγε κανείς, Μπάρμπι και μπάλα είναι παιχνίδια· στο Facebook έχει πρόσωπα! Πραγματικούς, ζωντανούς ανθρώπους! Είναι έτσι; Ας το δούμε στο παράδειγμα του κοριτσιού που μικρό έπαιζε με την Μπάρμπι. Το κορίτσι, ας το πούμε “Άννα”, έφτασε στην εφηβεία και μόνο του, ή με τη βοήθεια των γονιών του, γράφηκε στο Facebook πολύ πριν από την επίσημα επιτρεπόμενη ηλικία των 16.
Τώρα η Άννα έχει ένα face. Ας το ονομάσουμε, από το face και το Άννα, “FAnna”. Είναι πρόσωπο και face, η πραγματική Άννα και η εικονική FAnna, το ίδιο; Όχι!
Η οθόνη του υπολογιστή, του τάμπλετ ή του κινητού είναι σαν καθρέφτης, και η Άννα βλέπει εκεί το είδωλό της – που τώρα είναι η FAnna. Και σε αντίθεση με τον καθρέφτη, που προσφέρει στην Άννα την αναπαράστασή της, η οθόνη ζητά απ’ αυτήν να κατασκευάσει το είδωλό της, την FAnna, να την στήσει όπως θέλει. Με την FAnna μπορεί να παίζει, να κάνει ό,τι έκανε μικρή με την Μπάρμπι. Της κάνει ένα προφίλ, με φωτογραφίες, ενδιαφέροντα, πληροφορίες. Και τίποτα δεν την εμποδίζει να την αλλάζει, να την κάνει άλλον άνθρωπο – συγνώμη, άλλο face. Η μαγεία του παιδικού παιχνιδιού ξανάρχεται με το παιχνίδι των faces!
Στη ζωή της FAnna όλα είναι εύκολα, χαλαρά, cool. Όπως η Μπάρμπι δεν έλεγε ποτέ όχι, έτσι και στον κόσμο της FAnna η άρνηση ενός άλλου ανθρώπου, το όχι-πια και το όχι-ακόμα του χρόνου, τα όρια που βάζει η πραγματικότητα, είναι ανύπαρκτα. Για παράδειγμα:
- Η Άννα έχει μια, δυο η τρεις φίλες, φιλίες που χρειάστηκαν πολύ χρόνο να δημιουργηθούν, που περνάνε από καλές και κακές ώρες, από χαρές και από στεναχώριες, θυμούς και απογοητεύσεις. Στο σχολείο, στις παρέες πρέπει να βλέπει μπροστά της και κόσμο που αντιπαθεί, να ανέχεται τον ένα και τον άλλο. Η FAnna αποκτά στο άψε-σβήσε ένα πλήθος “φίλων”, διακόσιους, τριακόσιους, πεντακόσιους. Και αν κάποιος δεν της κάνει, με ένα κλικ στο “unfriend” τον ξεφορτώνεται.
- Για να συναντήσει τους φίλους της δεν χρειάζονται συνεννοήσεις, προετοιμασίες, βάψιμο και ντύσιμο. Μπορεί με τις πυτζάμες και την τσίμπλα στο μάτι να καθήσει εμπρός στην οθόνη. Δεν χρειάζεται καν να έχει κάνει μπάνιο προηγουμένως: Το Facebook αδιαφορεί για την Ιδρωτίλα και την κολώνια. Η FAnna είναι άοσμη…
- Η FAnna δεν έχει μυστικά. Είναι αυτό που δείχνει. Αν είχε σπίτι, αυτό θα ήταν βιτρίνα, και μάλιστα έτσι φωτισμένη ώστε να μην υπάρχουν σκιές, δηλαδή υπονοούμενα και συμφραζόμενα. Δεν θα κοιτάξει ένα αγόρι με νόημα, καλώντας το να προχωρήσει· δεν θα πει στην γνωστή της “Τι ωραία που είσαι!” και στον τόνο της να ακούγεται “Σκρόφα, θα σε πνίξω!”. Όταν η ομιλία χάνει τα υπονοούμενα και τα συμφραζόμενα, τότε γίνεται – chat.
- Η FAnna δεν έχει χάρη, μα ούτε και αχαρίλα. Δεν έχει κάποια αύρα που θα της έδινε μιαν ακόμα διάσταση, όπως το έξτρα ηχείο που κάνει έναν ήχο στερεοφωνικό. Πως να την ερωτευτείς λοιπόν; Μα δεν ξέρει από τέτοια! Έχει μόνο μια χορδή που κάτι μπορεί να την αγγίξει, και τότε, αντανακλαστικά, σηκώνει τον αντίχειρα: like!
Βασικά δεν πρόκειται για καν για χορδή, γιατί αυτή παράγει πλούσιο ήχο. Αυτό που αγγίζει την FAnna παράγει μάλλον κάτι σαν γδούπο…Στον κόσμο της FAnna, δεν υπάρχει κανένα αγκάθι. Αν κάτι δεν ανήκει στην κατηγορία του like, απλά αγνοείται, σβήνεται, διαγράφεται.
Η FAnna δεν περιμένει. Ό,τι θέλει, να κάνει chat, να ανεβάσει μουσικές και βίντεο, να δει τι ανέβασαν και είπαν οι φίλοι της, όλα είναι εδώ, κατευθείαν. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Sigmund Freud, ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης, έγραφε πριν από κάπου 100 χρόνια ότι στο ασυνείδητο δεν υπάρχει το “όχι” και οι επιθυμίες εκπληρώνονται άμεσα. Ίσως η νοσταλγία για έναν τέτοιο παραμυθένιο κόσμο είναι που γέννησε το ίντερνετ και τα κοινωνικά δίκτυα. Μια μορφή, για την οποία τίποτα δεν είναι αδύνατο, είναι ο Λούκυ Λουκ. Είναι ικανός ακόμα και να προλάβει να πυροβολήσει τον ίσκιο του.
Ο Λούκι Λουκ, στις περιπέτειες του, δεν χρειάζεται να κάνει προσπάθεια, δεν μπαίνει ποτέ σε πραγματικό κίνδυνο. Ακριβώς το ότι δεν ρισκάρει πραγματικά, τον κάνει να αντιμετωπίζει κάθε τι με το χαρακτηριστικό βαριεστημένο του ύφος. Γι’ αυτό και είναι μόνος, χωρίς σπιτικό. Είναι άστεγος, χαμένος στην έρημο.
Το τραγούδι του λέει:
Lonesome cowboy, lonesome cowboy,
You’re a long long way from home
Lonesome cowboy, lonesome cowboy,
You’ve a long long way to roam
Στο τραγούδι η χαρακτηριστική λέξη, που επαναλαμβάνεται με έμφαση, είναι “to roam”, που θα πει περιπλανιέμαι άσκοπα, χωρίς σχέδιο και κατεύθυνση. Μοναχική, στην εικονική της παντοδυναμία, είναι και η φίλη μας η FAnna στην έρημο του Facebook. Το γνωστό του logo δείχνει μορφές, την καθεμία χαμένη στη μοναξιά της. Μου θύμισε δυο στίχους του Οδυσσέα Ελύτη: “μένουμε σαν ασυρματοφόρα / παρατημένα μες στην έρημο…”
Κάπως έτσι λοιπόν η Άννα τηλεκατευθύνει την FAnna, όπως η ΝΑΣΑ ένα σεληνιακό όχημα. Το αγαπάει, αυτό το face; Δεν νομίζω ότι μπορείς να αγαπάς κάτι που κατευθύνεις. Όπως το θέμα με το σεληνιακό όχημα ήταν να καταφέρει κάτι που δεν είχαν επιτύχει οι Ρώσοι, το ζήτημα με την FAnna είναι να έχει όσο γίνεται περισσότερους φίλους και να μαζεύει περισσότερα likes. Ο ανταγωνισμός είναι στο DNA της. Και τι νόημα έχει αυτό; Τρέφει την εγωπάθεια, την αυταρέσκεια, τον ναρκισσισμό της.
Τελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω μια τελευταία εξέλιξη στο παιχνίδι των faces: Με τον καιρό η σχέση της Άννας με την FAnna αλλάζει. Τα πράγματα έρχονται τούμπα και η Άννα, που δημιούργησε την FAnna, μοιάζει όλο και περισσότερο με το δημιούργημά της. Ως προς αυτό έχει βέβαια ατέλειες. Ο κόσμος του Facebook δεν μεταφυτεύεται ολότελα στην πραγματικότητα. Όμως είναι το πρότυπο, το άστρο που μας οδηγεί. Έτσι η Άννα έχει γίνει μια ατελής FAnna, ή, για να αλλάξω λίγο την έκφραση ενός Γάλλου φιλόσοφου, το πρόσωπο είναι ο προϊστορικός πρόγονος του face. Μιλάμε για μια εξέλιξη που δεν έχει γυρισμό.
Εμείς οι μεγάλοι, και πολύ περισσότερο τα παιδιά, βρισκόμαστε στο ρεύμα μιας συγκλονιστικής αλλαγής. Μάλιστα για τα παιδιά δεν είναι καν αλλαγή, καθώς σ’ αυτόν τον κόσμο μεγάλωσαν, και ο,τι άλλο τους λέμε ηχούν στ’ αυτιά τους κινέζικα. Ίσως και για εμάς είναι προβληματικό να κρίνουμε το σήμερα σε όρους του χθες που ζήσαμε και ξέρουμε. Τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους σε μια πορεία όπου κανείς μας δεν κάθεται στο τιμόνι. Και, όπως έλεγε ο Σωκράτης στην Απολογία του, “ποιος πάει για το καλύτερο, μόνο ο θεός το ξέρει”