Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτελεί η πρόσφατη σύλληψη και παρενόχληση Ευρωβουλευτών και Κυπρίων πολιτών (μεταξύ των οποίων και ιερωμένων) από τις τουρκικές κατοχικές αρχές στην κατεχόμενη Αμμόχωστο νωρίτερα αυτό τον μήνα. Κανείς δεν πιστεύει ότι το περιστατικό αυτό ήταν ένα μεμονωμένο επεισόδιο. Αντίθετα, συστηματικά και με συνέπεια, οι πράξεις της Τουρκίας παραπέμπουν σε ένα πολύ σκληρό κατοχικό προσωπείο με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Πριν τρείς περίπου μήνες ανήμερα των Χριστουγέννων, οι τουρκικές κατοχικές αρχές είχαν διακόψει τη θεία λειτουργία των Χριστουγέννων επειδή, όπως είχαν αναφέρει, δεν είχε εξασφαλισθεί προηγουμένως άδεια!
Η συνέπεια αυτής της τουρκικής πολιτικής συμπεριφοράς συνάδει πλήρως με τις πολιτικές θέσεις και προτάσεις που κατατίθενται στο τραπέζι των συνομιλιών. Ακόμα και επί ηγεσίας Ταλάτ είχαν κατατεθεί προτάσεις βάση των οποίων εζητείτο η εφαρμογή των τεσσάρων βασικών ελευθεριών και για τους Τούρκους υπηκόους (ακόμα και αν η Τουρκία δεν ανήκει στην ΕΕ). Όχι μόνο δεν απαιτεί η τουρκική πλευρά τη νομιμοποίηση των εποίκων αλλά διεκδικεί την κατοχύρωση του δικαιώματος εγκατάστασης Τούρκων υπηκόων στην Κύπρο: δηλαδή τη νομιμοποίηση της αλλαγής της δημογραφικής ταυτότητας της Μεγαλονήσου.
Εάν ανατρέξουμε ιστορικά μετά από την εισβολή του 74 και αξιολογήσουμε τον τρόπο συμπεριφοράς της Τουρκίας αλλά και τις θέσεις της εκάστοτε τουρκοκυπριακής ηγεσίας στο τραπέζι των συνομιλιών βλέπουμε ότι η Τουρκία μεθοδικά και απροκάλυπτα προσπαθεί να καταργήσει την Κυπριακή Δημοκρατία και να δημιουργήσει ένα προτεκτοράτο. Η «ευελιξία» (βλέπε υποχωρητικότητα) η οποία επεδείχθη από την ελληνοκυπριακή ηγεσία και η αποδοχή προτάσεων για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με εποικοδομητικές ασάφειες αναφορικά με την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτέλεσαν λανθασμένες επιλογές. Εκείνο το οποίο συνέβαλε ούτως ώστε να απαλλαγούμε από τέτοιου είδους λύσεις (τουλάχιστον μέχρι τώρα) ήταν αφ’ ενός ο τουρκικός μαξιμαλισμός και αφ’ ετέρου η στάση της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων που αντιμετώπισε/αντιμετωπίζει με δυσπιστία αυτές τις θέσεις.
Η ουσία είναι ότι οι πράξεις και οι θέσεις της Τουρκίας έρχονται πάντα να μας υπενθυμίζουν την πραγματικότητα σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση εκφράζουν ετοιμότητα για οδυνηρές υποχωρήσεις με στόχο μια βιώσιμη λύση του Κυπριακού. Υπογραμμίζεται ότι η υπόθεση εργασίας η οποία γίνεται, άσοφα και απερίσκεπτα, είναι ότι οποιαδήποτε λύση επιτευχθεί θα συνιστά βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης. Όμως η λεγόμενη ρεαλιστική σχολή στην Κύπρο δεν είχε ποτέ την πλειοψηφία ανάμεσα στον λαό. Ας μην λησμονούμε ότι το 2004 η βάση του ΑΚΕΛ έσπρωξε την κομματική ηγεσία να διαφοροποιήσει την απόφαση της πριν το δημοψήφισμα ενώ η βάση του ΔΗΣΥ απέρριψε συντριπτικά τις επιλογές της ηγεσίας του κόμματος.
Όλα αυτά παραπέμπουν στην ανάγκη να προβληματισθούμε και να προχωρήσουμε σε μία επανατοποθέτηση εφ’ όλης της ύλης. Πρέπει επίσης να αντιληφθούμε ότι άλλο λύση του Κυπριακού στη βάση των κατοχικών δεδομένων και άλλο λύση στα πλαίσια ενός έντιμου συμβιβασμού στη βάση μιας πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας και της συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η οδυνηρή πραγματικότητα – και ας συμβουλευθούν τα ένστικτα τους ακόμα και οι πιο καλοπροαίρετοι – είναι ότι οι συχνές παρενοχλήσεις και οι εξευτελισμοί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας θα είναι το ελάχιστο που θα συμβεί στην περίπτωση λύσης με βάση τη νομιμοποίηση/ομαλοποίηση των κατοχικών δεδομένων. Ένα βασικό ερώτημα είναι κατά πόσον ακόμα και τότε οι καλοπροαίρετοι θα συνεχίσουν να βλέπουν τα θετικά και θα αφήνουν τους κατοχικούς «εταίρους» να ροκανίζουν αξίες και αρχές οι οποίες ήδη θα έχουν ξεπουληθεί με την αποδοχή της «ρεαλιστικής» λύσης.
Ο Ανδρέας Θεοφάνους είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων.