Οι Γερμανικές οφειλές κι εμείς
Γράφει ο Γιάννης Γ. Μαύρος*
Ήρθε επιτέλους, με καθυστέρηση πολλών ετών και δεκαετιών, το ζήτημα των Γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα, στη θέση που του αρμόζει, δηλαδή στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου στη Χώρα μας και διεθνώς. Αποτελούσε και αποτελεί το μεγαλύτερο μεταπολεμικό σκάνδαλο το γεγονός ότι η Ελλάδα, η χώρα που υπέστη αναλογικά τις μεγαλύτερες θυσίες και καταστροφές κατά τη Γερμανική Κατοχή, όχι μόνο ουσιαστικά δεν έλαβε επανορθώσεις για τις καταστροφές των οικονομικών της υποδομών(1) και αποζημιώσεις για τα αμέτρητα θύματα των αμέτρητων ολοκαυτωμάτων(2) αλλά δεν της επεστράφη καν το περιβόητο «κατοχικό δάνειο»(3) ούτε και οι 8.500 αρχαιολογικοί θησαυροί που κλάπηκαν από μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους και παράνομες ανασκαφές(4).
Σκάνδαλο επίσης, ίσως ακόμη μεγαλύτερο, είναι το γεγονός ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα διεκδίκησε πραγματικά η Χώρα μας τα δικαιώματά της! Και αν υπήρξαν κατά το παρελθόν γι’ αυτό κάποια ελαφρυντικά, λόγω του ότι η «Διάσκεψη των Νικητών» στο Παρίσι έλαβε χώρα το 1945-ʾ46 -εν μέσω Εμφυλίου- και αυτή του Λονδίνου, που ανέβαλε τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων μέχρι την επανένωση της Γερμανίας, έγινε τον Φεβρουάριο του 1953, μεσούντος του πολέμου της Κορέας, στο αποκορύφωμα του «Ψυχρού Πολέμου», πώς δικαιολογείται η αδράνειά μας μετά το 1995, όταν συμπληρώθηκε η πενταετής «στάση πληρωμών» που απαίτησε και έλαβε η Γερμανία μετά την επανένωσή της;
Η «ρηματική διακοίνωση» που επέδωσε ο Έλληνας Πρέσβης στη Βόννη τον Νοέμβριο του 1995 στον Γερμανό Υφυπουργό Εξωτερικών απορρίφθηκε προκλητικά και έκτοτε η Γερμανία καταφεύγει σε σωρεία ψευδών που, εκτός από την κακοπιστία και αναξιοπρέπειά της, μαρτυρούν και την πλήρη περιφρόνησή της απέναντι στην Ελλάδα και τις νομικές και ηθικές της υποχρεώσεις.
Οι πρόσφατες δηλώσεις Σόϊμπλε είναι μονάχα το τελευταίο επεισόδιο σε μια μακρά σειρά ψευδών, αντιφάσεων και υπεκφυγών οι οποίες δεν τιμούν βέβαια τη Γερμανία αλλά τρέφονται και από την αναξιοπρεπή και εθελόδουλη στάση των Ελληνικών Κυβερνήσεων διαχρονικά.
Η Ελλάδα όχι μόνο δεν τολμούσε να θέσει ευθαρσώς, όπως απαιτούσαν οι θυσίες και καταστροφές τις οποίες υπέστη καθώς και οι δύσκολες περιστάσεις της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, το ζήτημα στους Γερμανούς «εταίρους» της, αλλά έφτασε στο σημείο να εκδώσει το 1960 τον εγκληματία πολέμου Μέρτεν, για να «δικαστεί» και να αθωωθεί στη Γερμανία, έναντι επαίσχυντης «αντιπαροχής» 115 εκατομμυρίων μάρκων (η τρίτη δόση των οποίων δεν καταβλήθηκε ποτέ !) «για τα θύματα της ναζιστικής ιδεολογίας», δηλαδή των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Το αποκορύφωμα όμως της εθελοδουλείας ήταν οι μεθοδεύσεις των Κυβερνήσεων Σημίτη και του Προέδρου του Αρείου Πάγου Ματθία, που εμπόδισαν την αποζημίωση των οικογενειών των θυμάτων του μαρτυρικού Διστόμου, αναγκάζοντας τον αείμνηστο Ιωάννη Σταμούλη, πρώην Ευρωβουλευτή και μετέπειτα Νομάρχη Βοιωτίας και ιδρυτικό μέλος του Εθνικού Συμβουλίου για τις Γερμανικές Οφειλές, μαζί με τον αείμνηστο Γεώργιο Μαγκάκη, τον Μανώλη Γλέζο, τον Ευάγγελο Μαχαίρα και άλλους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, να καταφύγει στην Ιταλία για την εκτέλεση των τελεσίδικων αποφάσεων των Ελληνικών Δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι εκάστοτε υπουργοί Δικαιοσύνης δεν συνυπέγραφαν για να μην δυσαρεστήσουν την Γερμανία.(5)
Η εθελοδουλεία έφτανε μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε να μην δέχονται, Πρωθυπουργοί και Αρχηγοί Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, καν σε ακρόαση το σεβάσμιο Προεδρείο του Εθνικού Συμβουλίου, λες και η Χώρα ήταν ακόμη υπό κατοχή! Και υπό μια έννοια ήταν, όπως και είναι.Εκτός του ότι είμαστε η μόνη χώρα που όχι μόνο δεν τιμώρησε τους δωσίλογους της Γερμανικής Κατοχής, αλλά τους αντάμειψε ποικιλοτρόπως, υπό τις ευλογίες των αγγλο-αμερικανών επικυρίαρχων(6), ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Χώρας, όπως αποκάλυψε εν μέρει το σκάνδαλο της Siemens, καθώς και αυτό των προμηθειών στρατιωτικών εξοπλισμών, τελούσε και τελεί υπό καθεστώς ιδιότυπης ομηρείας, επιρρεπές στις δωροδοκίες τις οποίες οι γερμανικές εταιρείες ανήγαγαν σε υψηλή τέχνη με τη γνωστή «επιστημονική» τους μεθοδικότητα.
Πώς να διεκδικήσει, υπό αυτές τις συνθήκες, το διεφθαρμένο πολιτικό μας σύστημα το οτιδήποτε από τον οποιονδήποτε, πόσο μάλλον τις υπέρογκες Γερμανικές οφειλές από την ηγεμονεύουσα δύναμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Τρανή απόδειξη για το γεγονός της ομηρείας είναι το ότι όχι μόνο δεν απαιτήσαμε μέχρι σήμερα τις πολεμικές επανορθώσεις και τις αποζημιώσεις που δικαιούμαστε, πράγμα που θα μπορούσε ενδεχομένως -όχι πάντως πειστικά- να «εξηγηθεί» με όρους πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά ούτε καν διεκδικήσαμε την εξόφληση του αναγκαστικού κατοχικού «δανείου», ορισμένες «δόσεις» του οποίου μας κατέβαλαν οι αρχές κατοχής!
Το χειρότερο όμως -και ταυτόχρονα αποκαλυπτικότερο της ηθικής και πολιτικής χρεωκοπίας του μεταπολεμικού πολιτικού καθεστώτος- είναι ότι δεν διεκδικήσαμε ούτε την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών, που κοσμούν τα μουσεία και τις ιδιωτικές συλλογές στη Γερμανία και αλλού, αβελτηρία που αποτελεί εθνική μειοδοσία και δεν μπορεί βέβαια να αποδοθεί σε καμία πολιτική σκοπιμότητα…
Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι μόνο μια «επαναστατική» Ελληνική Κυβέρνηση, με όλη τη σημασία της λέξης, στηριζόμενη από τη συντριπτική πλειοψηφία του Ελληνικού Λαού, μπορεί να διεκδικήσει και να πετύχει την καταβολή των οφειλών και την επιστροφή των θησαυρών.
Είναι επίσης βέβαιο ότι ο αγώνας αυτός, που θα είναι Μαραθώνιος, είναι αγώνας ιερός, αγώνας εθνικός, αγώνας που υπερβαίνει κόμματα και παρατάξεις και ενώνει τον Ελληνικό Λαό, καταλύτης μιας νέας εθνικής ενότητας που θα μας επιτρέψει να πάμε πολύ πέρα από την ακύρωση των «μνημονίων» και την ανάκαμψη της οικονομίας -εντός ή εκτός Ευρώ- σε μια συνολική επανεξέταση του δόγματος «ανήκομεν στη Δύση» που τόσα δεινά επισώρευσε στην Ελλάδα και την Κύπρο μεταπολεμικά.
Μια τέτοια Ελλάδα χρειάζεται σήμερα όχι μόνο ο Λαός της, όχι μόνο η πολύπαθη και πολυπροδομένη Κύπρος, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη και ο υπόλοιπος κόσμος, μια Ελλάδα αντάξια του ονόματός της, απόρθητο φρούριο Δημοκρατίας, προμαχώνα Δικαιοσύνης και Πολιτισμού.
Είναι επίσης βέβαιο ότι αυτή η Ελλάδα δεν χωράει στην γερμανοκρατούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση του κεφαλαίου και των τραπεζών, ούτε στα ατλαντικά σύμφωνα των ιμπεριαλιστών.
Η επιλογή -όπως άλλοτε- είναι ξεκάθαρη: ή αυτοί ή εμείς!
Ή ταν ή επί τας!
Ιωάννης Γεωργίου Μαύρος
Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής
Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
Υποσημειώσεις
(1) Το Εθνικό Συμβούλιο, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδας, τις υπολογίζει (άνευ τόκων) σε ποσό που υπερβαίνει τα 108 δις Ευρώ.
(2) Μόνο οι αποζημιώσεις των Διστομιτών ξεπερνούν τα 60 εκατομμύρια Ευρώ.
(3) Το Εθνικό Συμβούλιο, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδας, το υπολογίζει (άνευ τόκων) σε ποσό που υπερβαίνει τα 54 δις Ευρώ.
(4) Βλ. «Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής», που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το έτος 1946 από το Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας (Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Ιστορικών Μνημείων), «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», Βασιλείου Πετράκου, εφόρου αρχαιοτήτων ε.τ. και γ.γ. της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και Γιώργου Λεκάκη, «Αρχαιοκαπηλίες των Γερμανών στην Ελλάδα επί Κατοχής».
(5) Η σχετική πρόνοια της Πολιτικής Δικονομίας που απαιτεί την υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης για να εκτελεσθεί απόφαση Ελληνικών Δικαστηρίων που αφορά ξένο κράτος είναι κατάλοιπο εξάρτησης άλλων εποχών και αποτελεί δυστυχώς μοναδική περίπτωση στα ευρωπαϊκά χρονικά. Αδημοσίευτη (!) γνωμάτευση των Καθηγητών Γιώργου Κασιμάτη, Κώστα Μπέη και Κώστα Χρυσόγονου υποστηρίζει ότι δεν μπορεί αναιτιολόγητα και επ’ αόριστον να αρνείται ο εκάστοτε Υπουργός Δικαιοσύνης την εκτέλεση απόφασης διότι αυτό συνιστά στέρηση συνταγματικού δικαιώματος Ελλήνων πολιτών.
(6) Βλ. Δημοσθένη Κούκουνα, «Η Ελληνική Οικονομία κατά την Κατοχή και το Κατοχικό Δάνειο», εκδόσεις Ερωδιός.
Δημοσιεύεται στο περιοδικό «Επίκαιρα»